τροπίζω

τροπίζω
τροπίζω
furnish with a keel
pres subj act 1st sg
τροπίζω
furnish with a keel
pres ind act 1st sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • τροπίζω — ΝΑ [τρόπις / ιδα] νεοελλ. ναυτ. (σχετικά με ιστιοφόρο) τοποθετώ σε πλάγια θέση ώσπου να φτάσει η τρόπιδα στην επιφάνεια τού νερού, προκειμένου να καθαρίσω τα ύφαλα αρχ. (σχετικά με πλοίο) τοποθετώ τρόπιδα …   Dictionary of Greek

  • τετροπισμένην — τροπίζω furnish with a keel perf part mp fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καρενάρω — [καρένα] (για πλοία) τροπίζω*, γέρνω το ιστιοφόρο πλοίο για να καθαρίσω τα ύφαλά του …   Dictionary of Greek

  • τροπισμός — Φαινόμενο κατά το οποίο τα φυτά και τα όργανά τους, με την κατευθυντήρια επίδραση εξωτερικών ερεθισμών, κυρτώνονται, ώστε το φυτικό σώμα να προσανατολίζεται σύμφωνα με την κατεύθυνση προς την οποία εκδηλώνεται το ερέθισμα (θετικός τ.) ή αντίθετα… …   Dictionary of Greek

  • τροπιστήριο — το, Ν ναυτ. σχάρα στην οποία τροπίζονται τα μικρά ιστιοφόρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τροπίζω + επίθημα τήριο (πρβλ. καθαρισ τήριο). Η λ., στον λόγιο τ. τροπιστήριον, μαρτυρείται από το 1858 στο Ονοματολόγιον Ναυτικόν] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”